- κεστρεύω
- κεστρεύω (Α) [κεστρεύς](κατά τον Ησύχ.) είμαι νηστικός, έχω το στομάχι κενό όπως το ψάρι κεστρεύς.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
κεστρεύειν — κεστρεύω to be starving pres inf act (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)